- μαραφέτι
- τό1) небольшой инструмент, прибор, приспособление; деталь; 2) ухищрение, уловка; секрет;
αυτη η δουλειά έχει πολλά μαραφέτια — это очень сложная работа, это хитрая работа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτη η δουλειά έχει πολλά μαραφέτια — это очень сложная работа, это хитрая работа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαραφέτι — το 1. μικρό εργαλείο ή εξάρτημα εργαλείου 2. μέσο, τέχνασμα ή γνώση τού τρόπου με τον οποίο επιτυγχάνεται κάτι («η τέχνη μας έχει πολλά μαραφέτια») 3. μτφ. το ανδρικό γεννητικό όργανο 4. στον πληθ. τα μαραφέτια το σύνολο τών εργαλείων που… … Dictionary of Greek
μαραφέτι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. μικρό εργαλείο ή εξάρτημα. 2. τέχνασμα με το οποίο πετυχαίνουμε κάτι: Κατάφερε να το φτιάξει με τα μαραφέτια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρκούτσι — το 1. η δερμάτινη καπνοσύρριγγα τού ναργιλέ 2. (κατ επέκτ.) κάθε μακρόστενο αντικείμενο 3. μαστίγιο, βούρδουλας 4. εξάρτημα, μαραφέτι 5. μτφ. πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. marpus] … Dictionary of Greek
marafet — MARAFÉT, marafeturi, s.n. 1. (pop. şi fam.; la pl.) Fasoane, mofturi; nazuri; fiţe. 2. (pop. şi fam.; mai ales la pl.) Podoabă (pretenţioasă). ♦ Lucru mărunt, fleac. 3. (înv.) Meşteşug, dibăcie; iscusinţă, pricepere, măiestrie. ♦ Procedeu,… … Dicționar Român